- αμφιθαλής
- -ές (Α ἀμφιθαλής) [θάλος]νεοελλ.αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής)αρχ.1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το παιδί που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)2. αυτός που έχει αφθονία αγαθών3. αυτός που βρίθει, που έχει κάτι σε αφθονία4. (για πράγματα) πλήρης, τέλειος5. φρ. «ἀμφιθαλῆ κακοῑς», περικυκλωμένο από δεινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -θαλής < θάλος < θάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.